- επιστρατευτικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στην επιστράτευση: Επιστρατευτικές οδηγίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιστρατευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστράτευση («επιστρατευτικές οδηγίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστρατεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Θεόδ. Π. Δηλιγιάννη στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek